- σανδαλοποιός
- ο, Ντεχνίτης ειδικός στην κατασκευή σανδαλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλο + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδιλοποιός — ο, ΝΜ τεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + ποιός*] … Dictionary of Greek
σανδαλοποιία — η, Ν βιοτεχνία ή βιομηχανία κατασκευής σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σανδαλοποιείο — το, Ν εργαστήριο σανδαλοποιού, εργαστήριο κατασκευής σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σανδαλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek